- ἀλσηίς
- ἀλσηίς, ἡ, ([etym.] ἄλσος)A of the grove,
νύμφαι A.R.1.1066
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νύμφαι A.R.1.1066
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλσηίς — ἀλσηὶς ( ίδος), η (Α) [ἄλσος] αυτή που ανήκει, που έχει για κατοικία της το άλσος … Dictionary of Greek
άλσος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 313 κάτ.), στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Συμπολιτείας. * * * το (Α ἄλσος) μικρή ή μεγάλη δασωμένη έκταση, τόπος κατάφυτος νεοελλ. μικρό ή τεχνητό δάσος, κήπος για… … Dictionary of Greek